- κεφαλοκίριο
- (Cephalocereus). Γένος φυτών της οικογένειας των κακτωδών ή κακτοειδών. Περιλαμβάνει αργά αναπτυσσόμενα είδη κάκτων του Μεξικού. Στο γένος αυτό ανήκει το είδος Cephalocereus senilis, γνωστό στην Ελλάδα με την ονομασία κεφαλή γέρου. Ο κορμός του μοιάζει με κολόνα, χωρίς πολλούς κλάδους· έχει ύψος περίπου 11 μ. και διάμετρο 45 εκ. Ο κορμός αυτός σχηματίζει έδρες, όπου βρίσκονται δέσμες μικρών αγκαθιών. Στη φάση της άνθησης, το φυτό εμφανίζει ένα ειδικό όργανο σαν κεφάλι, απ’ όπου αναπτύσσονται τα άνθη. Αυτά είναι πλατιά, ροδόχρωμα, έχουν σχήμα χωνιού και δυσάρεστη οσμή και ανοίγουν τη νύχτα. Οι καρποί έχουν ιώδες ή κόκκινο χρώμα. Το κ. φυτρώνει σε πολύ ζεστά ξηρά εδάφη και σε απότομες ασβεστολιθικές πλαγιές. Καλλιεργείται επίσης ως καλλωπιστικό σε βοτανικούς κήπους και σε εσωτερικούς χώρους.
Το κεφαλοκίριο προέρχεται από το Μεξικό και φυτρώνει σε πολύ ζεστά ξηρά εδάφη καθώς και σε απότομες ασβεστολιθικές πλαγιές.
Dictionary of Greek. 2013.